cousin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cousin < παλαιά γαλλική cosin < λατινική consobrinus
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cousin (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cousin | cousins |
θηλυκό | cousine | cousines |
cousin (fr)
- ξάδερφος
- (έντομο) (αρσενικό) είδος μεγάλου κουνουπιού