crane
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crane (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
crane (en)
- ανεβάζω ή κατεβάζω κάτι (σαν) με γερανό