creatură
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]creatură (ro) θηλυκό
- το πλάσμα
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του creatură
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o creatură | creatura | nişte creaturi | creaturile |
γενική | a unei creaturi | creaturii | a unor creaturi | creaturilor |
δοτική | a unei creaturi | creaturii | a unor creaturi | creaturilor |
αιτιατική | o creatură | creatura | nişte creaturi | creaturile |
κλητική | — | - | — | - |