crest
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
crest
<
μέση αγγλική
creste <
παλαιά γαλλικά
creste <
λατινικά
crista
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
crest
(en)
κορυφή
,
κορυφογραμμή
(
εραλδική
)
κορυφή
-
πρόσωπο
,
ζώο
ή
αντικείμενο
, που τοποθετείται πάνω από ένα
οικόσημο
οικόσημο
λοφίο
λειρί
κορωνίδα
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Εραλδική (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
العربية
বাংলা
Català
Čeština
English
Esperanto
Eesti
فارسی
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Ido
Italiano
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
Simple English
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
اردو
Tiếng Việt
Walon
中文