crop up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | crop up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | crops up |
αόριστος | cropped up |
παθητική μετοχή | cropped up |
ενεργητική μετοχή | cropping up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]crop up (en)
- (ιδιωματισμός) εμφανίζομαι απρόσμενα, εμφανίζομαι αναπάντεχα, ξεπετάγομαι