crumple
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | crumple |
γ΄ ενικό ενεστώτα | crumples |
αόριστος | crumpled |
παθητική μετοχή | crumpled |
ενεργητική μετοχή | crumpling |
Ρήμα[επεξεργασία]
crumple (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, προαιρετικά με up) τσαλακώνω, στραπατσάρω, πιέζω κάτι σε πτυχές· κάτι πιέζεται σε πτυχές