στραπατσάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]στραπατσάρω (παθητική φωνή: στραπατσάρομαι)
- χαλάω ή καταστρέφω την όψη κάποιου αντικειμένου ή προσώπου
- (μεταφορικά) εξευτελίζω, μειώνω την αξιοπρέπεια ή το ηθικό κάποιου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]- θα σου στραπατσάρω τη μάπα: θα σου σπάσω κόκαλα στο πρόσωπο, θα σε δείρω βιαίως