στραπατσάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στραπατσάρω < ιταλική strapazzare

Ρήμα[επεξεργασία]

στραπατσάρω

  1. χαλάω ή καταστρέφω την όψη κάποιου αντικειμένου ή προσώπου
  2. (μεταφορικά) εξευτελίζω, μειώνω την αξιοπρέπεια ή το ηθικό κάποιου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Έκφραση[επεξεργασία]

  • θα σου στραπατσάρω τη μάπα: θα σου σπάσω κόκκαλα στο πρόσωπο, θα σε δείρω βιαίως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]