στραπάτσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στραπάτσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική strapazzo
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στραπάτσο ουδέτερο
- μεγάλη ζημιά ή καταστροφή
στραπάτσο ουδέτερο