στραπατσαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στραπατσαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στραπατσάρω
Μετοχή[επεξεργασία]
στραπατσαρισμένος, -η, -ο
- που έχει στραπατσαριστεί κυριολεκτικά από μία βίαιη άσκηση πίεσης
- *Το στραπατσαρισμένο ΙΧ μεταφέρθηκε στη μάντρα
- (μεταφορικά) που έχει καμφθεί το ηθικό του από μεγάλες αναποδιές, που έχει κακοπάθει, ταλαιπωρηθεί
- *Μάζεψε τον στραπατσαρισμένο εγωισμό του και έφυγε
- *...ντάλα μεσημέρι, βλέπεις ξάφνου να παρουσιάζονται στο δρόμο δυο-τρία ερημικά φανταράκια, στραπατσαρισμένα, κουτσαίνοντας, που τραβάνε κι αυτά πάνω. (Αγγ. Τερζάκη "Απρίλης")
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στραπατσαρισμένος