extra
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]extra (en) (χωρίς παραθετικά)
- πρόσθετος, έκτακτος, επιπλέον, που είναι περισσότερο από το συνηθισμένο, αναμενόμενο ή από αυτό που υπάρχει ήδη
- ⮡ extra pay for extra work - πρόσθετη αμοιβή για πρόσθετη δουλειά
- ⮡ At Easter they put out extra trains.
- Το Πάσχα βάζουν έκτακτα τρένα.
- ⮡ the extra expenses - τα επιπλέον έξοδα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη additional
Επίρρημα
[επεξεργασία]extra (en) (χωρίς παραθετικά)
- έξτρα, επιπλέον
- ⮡ You will be paid extra.
- Θα πληρωθείς έξτρα.
- ⮡ You will be paid extra.
- (με επίθετο ή επίρρημα) ιδιαιτέρως, περισσότερο από το συνηθισμένο
- ⮡ an extra durable box - ένα ιδιαιτέρως ανθεκτικό κουτί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
extra | extras |
extra (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- extra (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- extra (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- extra (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 326, 661. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιπλέον, παραπάνω
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]extra (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
extra | extras |
extra (fr) αρσενικό
- κάτι το πρόσθετο, που δεν έχει προβλεφτεί
- υπηρέτης και γενικότερα μέλος του προσωπικού που προσλαμβάνεται προσωρινά
Συγγενικά
[επεξεργασία]