cube
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cube | cubes |
cube (en)
- (γεωμετρία) ο κύβος, γεωμετρικό στερεό
- ↪ ice cubes - κύβοι πάγου (=παγάκια)
- (μαθηματικά) ο κύβος, κυβικός, η ύψωση στην τρίτη δύναμη
- ↪ The cube of two gives us eight.
- Το δύο εις τον κύβο μας δίνει οκτώ.
- ↪ cube root - κυβική ρίζα
- ↪ The cube of two gives us eight.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | cube |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cubes |
αόριστος | cubed |
παθητική μετοχή | cubed |
ενεργητική μετοχή | cubing |
cube (en)
- (συνήθως στην παθητική φωνή) κυβίζω, εις τον κύβο
- ↪ a number cubed - κυβίζω έναν αριθμό
- ↪ Two cubed gives us eight.
- Το δύο εις τον κύβο μας δίνει οκτώ.
Πηγές[επεξεργασία]
- cube (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- cube (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 484. ISBN 9780194325684., λήμμα: κυβίζω, κυβικός, κύβος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cube | cubes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cube (fr) αρσενικό
- (γεωμετρία) ο κύβος (γεωμετρικό στερεό)
- (μαθηματικά) ο κύβος (η ύψωση στην τρίτη δύναμη)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Γεωμετρία (αγγλικά)
- Μαθηματικά (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Γεωμετρία (γαλλικά)
- Μαθηματικά (γαλλικά)