cube

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kjuːb/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cube cubes

cube (en)

  1. (γεωμετρία) ο κύβος, γεωμετρικό στερεό
    ice cubes - κύβοι πάγου (=παγάκια)
  2. (μαθηματικά) ο κύβος, κυβικός, η ύψωση στην τρίτη δύναμη
    The cube of two gives us eight.
    Το δύο εις τον κύβο μας δίνει οκτώ.
    cube root - κυβική ρίζα

Παράγωγα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας cube
γ΄ ενικό ενεστώτα cubes
αόριστος cubed
παθητική μετοχή cubed
ενεργητική μετοχή cubing

cube (en)

  • (συνήθως στην παθητική φωνή) κυβίζω, εις τον κύβο
    a number cubed - κυβίζω έναν αριθμό
    Two cubed gives us eight.
    Το δύο εις τον κύβο μας δίνει οκτώ.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cube cubes

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cube < λατινική cubus < κύβος

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cube (fr) αρσενικό

  1. (γεωμετρία) ο κύβος (γεωμετρικό στερεό)
  2. (μαθηματικά) ο κύβος (η ύψωση στην τρίτη δύναμη)

Συγγενικά[επεξεργασία]