dévot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dévot | dévots |
θηλυκό | dévote | dévotes |
dévot (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dévot | dévots |
θηλυκό | dévote | dévotes |
dévot (fr) αρσενικό
- o θρησκόληπτος, o ευλαβής