dû
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dû | dûs |
θηλυκό | due | dues |
dû (fr)
- που οφείλεται σε κάποιον, χρωστούμενος
- που οφείλεται σε κάτι που το έχει προκαλέσει, οφειλόμενος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dû (fr) αρσενικό