debauched
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | debauched |
συγκριτικός | more debauched |
υπερθετικός | most debauched |
Επίθετο[επεξεργασία]
debauched (en)
- ακόλαστος, για ένα άτομο που δεν είναι ηθικό στη σεξουαλική του συμπεριφορά, πίνει πολύ αλκοόλ, παίρνει ναρκωτικά κτλ.
- ↪ a debauched old man - ένας ακόλαστος γέρος
- ≈ συνώνυμα: debaucherous