debauched

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός debauched
συγκριτικός more debauched
υπερθετικός most debauched

Επίθετο[επεξεργασία]

debauched (en)

  • ακόλαστος, για ένα άτομο που δεν είναι ηθικό στη σεξουαλική του συμπεριφορά, πίνει πολύ αλκοόλ, παίρνει ναρκωτικά κτλ.
    a debauched old man - ένας ακόλαστος γέρος
     συνώνυμα: debaucherous

Πηγές[επεξεργασία]