debaucherously
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | debaucherously |
συγκριτικός | more debaucherously |
υπερθετικός | most debaucherously |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- debaucherously < debaucherous + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
debaucherously (en)
- ακόλαστα
- ↪ He lives debaucherously.
- Ζει ακόλαστα.
- ↪ He lives debaucherously.