Μετάβαση στο περιεχόμενο

decisively

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός decisively
συγκριτικός more decisively
υπερθετικός most decisively

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
decisively < decisive + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

decisively (en)

  1. αποφασιστικά, με τρόπο που είναι πολύ σημαντικός για το τελικό αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης κατάστασης
      The birth of the child decisively changed her life.
    Η γέννηση του παιδιού άλλαξε αποφασιστικά τη ζωή της.
  2. αποφασιστικά, με τρόπο που δείχνει την ικανότητα να αποφασίζει γρήγορα και με σιγουριά
      He acted/answered decisively.
    Έδρασε/απάντησε αποφασιστικά.