defensively
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | defensively |
συγκριτικός | more defensively |
υπερθετικός | most defensively |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
defensively (en)
- αμυντικά
- ↪ The team must play defensively.
- Η ομάδα πρέπει να παίξει αμυντικά.
- ↪ The team must play defensively.