destine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας destine
γ΄ ενικό ενεστώτα destines
αόριστος destined
παθητική μετοχή destined
ενεργητική μετοχή destining

destine (en)

  • προορίζω
    ⮡  The package is destined for Greece.
    Το δέμα προορίζεται για την Ελλάδα.
    ⮡  He was destined for the army since he was born.
    Από την ώρα που γεννήθηκε προοριζόταν για το στρατό.
     συνώνυμα: slate

Συγγενικά

[επεξεργασία]