discover
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | discover |
γ΄ ενικό ενεστώτα | discovers |
αόριστος | discovered |
παθητική μετοχή | discovered |
ενεργητική μετοχή | discovering |
Ρήμα[επεξεργασία]
discover (en)
- ανακαλύπτω, μαθαίνω κάτι, βρίσκω κάποιες πληροφορίες για κάτι
- ↪ He discovered the truth.
- Ανακάλυψε την αλήθεια.
- ↪ I discovered you have a large collection of statues.
- Έμαθα πως έχετε μια μεγάλη συλλογή από αγάλματα.
- ≈ συνώνυμα: figure out και find out
- ↪ He discovered the truth.