Μετάβαση στο περιεχόμενο

find out

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας find out
γ΄ ενικό ενεστώτα finds out
αόριστος found out
παθητική μετοχή found out
ενεργητική μετοχή finding out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
find out <  δείτε τις λέξεις find και out

find out (en)

  • ανακαλύπτω, μαθαίνω, διαπιστώνω, βρίσκω κάποιες πληροφορίες για κάτι ή κάποιον
      I need to find out how/why he did it.
    Πρέπει να ανακαλύψω πώς/γιατί το έκανε.
      I found out you have a large collection of statues.
    Έμαθα πως έχετε μια μεγάλη συλλογή από αγάλματα.
      Only then did I find out he was telling me the truth.
    Τότε μόνο διαπίστωσα ότι μου έλεγε την αλήθεια.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη discover