find out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | find out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | finds out |
αόριστος | found out |
παθητική μετοχή | found out |
ενεργητική μετοχή | finding out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
find out (en)
- ανακαλύπτω, μαθαίνω, βρίσκω κάποιες πληροφορίες για κάτι ή κάποιον