district
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| district | districts |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]district (en)
- η συνοικία, η επαρχία, η περιφέρεια, το διαμέρισμα χώρας, η περιοχή μιας χώρας ή μιας πόλης, ειδικά μιας περιοχής που έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά· ή ένα από τα τμήματα μιας χώρας, πόλης ή πολιτείας που χωρίζεται για σκοπούς οργάνωσης, με επίσημα σύνορα
the Chinese district - η Κινεζική συνοικία
a residential district - συνοικία με καλά σπίτια
Doctors decided to shut down many district hospitals and Health Centers, protesting budget cuts.
- Να κλείσουν πολλά νοσοκομεία της επαρχίας και Κέντρα Υγείας αποφάσισαν οι γιατροί, διαμαρτυρόμενοι για τις περικοπές των κονδυλίων.
There is not a lot of tourism in our district.
- Δεν υπάρχει πολύς τουρισμός στην περιφέρεια μας.
the southern districts of the country - τα νότια διαμερίσματα της χώρας
urban/rural districts - αστικές/αγροτικές περιοχές
mountainous/agricultural districts - ορεινές/γεωργικές περιοχές
The port district is full of bars.
- Η περιοχή του λιμανιού είναι γεμάτη μπαρ.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]η περιοχή μιας πόλης
η περιοχή μιας χώρας
- → και δείτε τη λέξη region
Πηγές
[επεξεργασία]- district - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 224, 688, 691, 850. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαμέρισμα, περιοχή, περιφέρεια, συνοικία