Μετάβαση στο περιεχόμενο

district

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
district districts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

district (en)

  • η συνοικία, η επαρχία, η περιφέρεια, το διαμέρισμα χώρας, η περιοχή μιας χώρας ή μιας πόλης, ειδικά μιας περιοχής που έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά· ή ένα από τα τμήματα μιας χώρας, πόλης ή πολιτείας που χωρίζεται για σκοπούς οργάνωσης, με επίσημα σύνορα
    παράδειγμα  the Chinese district - η Κινεζική συνοικία
    παράδειγμα  a residential district - συνοικία με καλά σπίτια
    παράδειγμα  Doctors decided to shut down many district hospitals and Health Centers, protesting budget cuts.
    Να κλείσουν πολλά νοσοκομεία της επαρχίας και Κέντρα Υγείας αποφάσισαν οι γιατροί, διαμαρτυρόμενοι για τις περικοπές των κονδυλίων.
    παράδειγμα  There is not a lot of tourism in our district.
    Δεν υπάρχει πολύς τουρισμός στην περιφέρεια μας.
    παράδειγμα  the southern districts of the country - τα νότια διαμερίσματα της χώρας
    παράδειγμα  urban/rural districts - αστικές/αγροτικές περιοχές
    παράδειγμα  mountainous/agricultural districts - ορεινές/γεωργικές περιοχές
    παράδειγμα  The port district is full of bars.
    Η περιοχή του λιμανιού είναι γεμάτη μπαρ.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  •  και δείτε τη λέξη region