divido

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
divido < divid- + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική divido dividoj
αιτιατική dividon dividojn

divido (eo)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

divido (io)


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
divido < λείπει η ετυμολογία

divido (la)