doganisto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- doganisto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | doganisto | doganistoj |
αιτιατική | doganiston | doganistojn |
doganisto (eo)
- ο τελωνειακός, ο τελωνοφύλακας