downsize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | downsize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | downsizes |
αόριστος | downsized |
παθητική μετοχή | downsized |
ενεργητική μετοχή | downsizing |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
downsize (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) απολύω κάποιον από τη δουλειά του να μειώσω το μέγεθος μιας επιχείρησης για να εξοικονομήσω χρήματα