dream

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dream dreams

dream (en)

ενεστώτας dream
γ΄ ενικό ενεστώτα dreams
αόριστος dreamed
παθητική μετοχή dreamed
ενεργητική μετοχή dreaming

dream (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) ονειρεύομαι, φαντάζομαι κάτι που θα ήθελα να συμβεί
    We were dreaming of a big family.
    Ονειρευόμασταν μια μεγάλη οικογένεια.
    I was dreaming about it ever since I was little.
    Το ονειρευόμουν από τότε που ήμουν μικρή!