duaranga

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

duaranga < dua + rang + -a

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική duaranga duarangaj
αιτιατική duarangan duarangajn

duaranga (eo)

la lando estas la duaranga eksportanto de kupro
η χώρα είναι ο δεύτερος εξαγωγέας χαλκού