Μετάβαση στο περιεχόμενο

educational

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός educational
συγκριτικός more educational
υπερθετικός most educational

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
educational < education + -al

Επίθετο

[επεξεργασία]

educational (en)

  1. εκπαιδευτικός, που αναφέρεται ή ανήκει στην εκπαίδευση
      the educational policy of the government - η εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης
  2. εκπαιδευτικός, που αποσκοπεί στο να διδάξει κάτι
      educational software - εκπαιδευτικά λογισμικά
      educational TV - εκπαιδευτική τηλεόραση

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη educate