σοφρίτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σοφρίτο < (άμεσο δάνειο) βενετική soffritto (τσιγαρισμένος)• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /soˈfɾi.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐φρί‐το
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σοφρίτο ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) παραδοσιακό κερκυραϊκό πιάτο με φέτες μοσχαρίσιου κρέατος, κρασί, μαϊντανό και σκόρδο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σοφρίτο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σοφρίτο
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)