σοφρίτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σοφρίτο < (άμεσο δάνειο) βενετική soffritto (τσιγαρισμένος)• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /soˈfɾi.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σο‐φρί‐το

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σοφρίτο ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]