τομάτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τομάτα | οι | τομάτες |
γενική | της | τομάτας | των | τοματών |
αιτιατική | την | τομάτα | τις | τομάτες |
κλητική | τομάτα | τομάτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τομάτα θηλυκό