eliĝanta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eliĝanta | eliĝantaj |
αιτιατική | eliĝantan | eliĝantajn |
eliĝanta (eo)
- προερχόμενος, που αποβάλλεται από κάτι