eliĝanta
(Ανακατεύθυνση από eligxanta)
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eliĝanta | eliĝantaj |
αιτιατική | eliĝantan | eliĝantajn |
eliĝanta (eo)
- προερχόμενος, που αποβάλλεται από κάτι