enthusiastically

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός enthusiastically
συγκριτικός more enthusiastically
υπερθετικός most enthusiastically

Ετυμολογία [επεξεργασία]

enthusiastically < enthusiastic + -ally

Επίρρημα[επεξεργασία]

enthusiastically (en)

  • με ενθουσιασμό
    He was received enthusiastically.
    Έγινε δεκτός με ενθουσιασμό.

Πηγές[επεξεργασία]