escarpin
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
escarpin | escarpins |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɛs.kaʁ.pɛ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]escarpin (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
escarpin | escarpins |
escarpin (fr) αρσενικό