γόβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γόβα | οι | γόβες |
γενική | της | γόβας | — | |
αιτιατική | τη | γόβα | τις | γόβες |
κλητική | γόβα | γόβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γόβα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γόβα < πιθανόν βενετική goba[1] (ιταλική gobba) < λατινική *gŭbbus / gibbus < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱewb-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɣo.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γό‐βα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γόβα θηλυκό
- (υπόδηση) είδος κλειστού γυναικείου υποδήματος χωρίς κορδόνια και συνήθως με ψηλό τακούνι
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ «γόβα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υπόδηση (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)