féminin
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | féminin | féminins |
θηλυκό | féminine | féminines |
féminin (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]féminin (fr) αρσενικό
- (γραμματική) το θηλυκό γένος