factice
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| factice | factices |
Επίθετο
[επεξεργασία]factice (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ψεύτικος, που αντιγράφει τη φύση, πλαστός, επίπλαστος
| ενικός | πληθυντικός |
| factice | factices |
factice (fr) αρσενικό ή θηλυκό