faux
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]faux (en) (χωρίς παραθετικά)
- τεχνητός
- ⮡ a faux crisis - τεχνητή κρίση
- ≈ συνώνυμα: artificial, → και δείτε τη λέξη fake
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | faux | faux |
θηλυκό | fausse | fausses |
faux (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
faux | faux |
faux (fr) θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]