fakulo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fakulo | fakuloj |
αιτιατική | fakulon | fakulojn |
fakulo (eo)
- εμπειρογνώμονας, σπεσιαλίστας σε κάποιον κλάδο