familiale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
familiale < λατινική familia

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
familiale familiales

familiale (fr) θηλυκό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

familiale (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη famille