famille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
famille | familles |
famille (fr) θηλυκό
- η οικογένεια, το σόι, η φαμίλια, η φαμελιά
[επεξεργασία]
- familial
- familiale
- familialement
- familialisme
- familialiste
- familistère
- intrafamilial
- multifamilial
- multifamiliale
- unifamilial
- unifamiliale