familialiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
familialiste | familialistes |
familialiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που υποστηρίζει την αύξηση της αξίας της οικογένειας στην κοινωνία
- δικηγόρος ειδικευμένος στο οικογενειακό δίκαιο
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
familialiste | familialistes |
familialiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- οπαδός της αύξησης της αξίας της οικογένειας στην κοινωνία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη famille