favor
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| favor | favors |
Ρήμα
[επεξεργασία]| ενεστώτας | favor |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | favors |
| αόριστος | favored |
| παθητική μετοχή | favored |
| ενεργητική μετοχή | favoring |
favor (en) (ΗΠΑ) και favour (ΗΒ)
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| favor | favores |
favor (pt) θηλυκό
- η χάρη