favour (en) (ΗΒ) και favor (ΗΠΑ)
- χάρη (ενέργεια που θα ευχαριστήσει κάποιον)
- Can you please do me a favour? - Μπορείς σε παρακαλώ να μου κάνεις μια χάρη;
- εύνοια
- The pupil won the favour of his teachers. - O μαθητής κέρδισε την εύνοια των δασκάλων του.