fence off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | fence off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fences off |
αόριστος | fenced off |
παθητική μετοχή | fenced off |
ενεργητική μετοχή | fencing off |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]fence off (en)
- φράζω, κλείνω με φράχτη ένα χώρο για να χωρίσω μια περιοχή από την άλλη