fence off

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας fence off
γ΄ ενικό ενεστώτα fences off
αόριστος fenced off
παθητική μετοχή fenced off
ενεργητική μετοχή fencing off

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fence off < → δείτε τις λέξεις fence και off

fence off (en)

  • φράζω, κλείνω με φράχτη ένα χώρο για να χωρίσω μια περιοχή από την άλλη
    ⮡  They fenced off the orchard.
    Έφραξαν το περιβόλι.
     συνώνυμα: fence in