ferro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- ferro < (κληρονομημένο) λατινική ferrum
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ferro (it) αρσενικό (πληθυντικός: ferros)
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: σίδηρος (Fe)
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- ferro: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ferro (it)
Πηγές[επεξεργασία]
- ferro (σίδηρος), αναζήτηση: ferro - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).