first floor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
first floor | first floors |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]first floor (en)
- το ισόγειο
- ⮡ The elevator takes us down to the first floor.
- Το ασανσέρ μάς κατεβάζει έως το ισόγειο.
- ⮡ The elevator takes us down to the first floor.