fishhook
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fishhook | fishhooks |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fishhook (en)
- το αγκίστρι για ψάρεμα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fishing hook