flanko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flanko | flankoj |
αιτιατική | flankon | flankojn |
flanko (eo)
- la flanko de la monto, η πλαγιά του βουνού