foil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
foil (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
foil (en)
- αποτρέπω, αποκρούω κάποιον επιτιθέμενο, ματαιώνω επιθετική ενέργεια