foncier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | foncier | fonciers |
θηλυκό | foncière | foncières |
foncier (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | foncier | fonciers |
θηλυκό | foncière | foncières |
foncier (fr)